- λοξοκοιτάζω
- λοξοκοιτάζω, λοξοκοίταξα βλ. πίν. 23
και πρβλ. λοξοκοιτάω
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
λοξοκοιτάζω — 1. κοιτάζω λοξά, στραβοκοιτάζω 2. βλέπω κάποιον με κακία ή με επιφύλαξη … Dictionary of Greek
λοξοκοιτάζω — λοξοκοίταξα 1. στραβοκοιτάζω, βλέπω στραβά: Ντρεπόταν πολύ και με λοξοκοίταζε. 2. μτφ., βλέπω κάποιον με δυσαρέσκεια ή με κακία: Δε με συμπαθεί και γι’ αυτό συνεχώς με λοξοκοιτάζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατιλλαίνω — (Μ) 1. βλέπω κάποιον λοξά, λοξοκοιτάζω, στραβοκοιτάζω 2. (κατά τον Ησύχ.) «κατιλλάνθη κατεμυκτηρίσθη». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἰλλαίνω «λοξοκοιτάζω»] … Dictionary of Greek
παριλλαίνω — Α (κατά τον Ησύχ.) ρίχνω λοξή ματιά σε κάτι ή σε κάποιον, λοξοκοιτάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἰλλαίνω «λοξοκοιτάζω»] … Dictionary of Greek
ιλλίζω — ἰλλίζω (Α) [ιλλός] λοξοκοιτάζω … Dictionary of Greek
κατιλλώπτω — (Α) 1. βλέπω κάποιον λοξά με ερωτική διάθεση, κάνω νεύματα ερωτικά με τα μάτια 2. κοιτάζω χλευαστικά, ρίχνω περιφρονητικές ματιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἰλλώπτω «λοξοκοιτάζω»] … Dictionary of Greek
λοξός — ή, ό (AM λοξός, ή, όν) 1. ο μη ευθύς, αυτός που σχηματίζει οξεία γωνία προς την ευθεία, πλάγιος (α. «ο δρόμος αυτός είναι λοξός προς τον κεντρικό» β. «λοξὸς κύκλος», Αριστοτ. γ. «λοξὴ φάλαγξ», Ασκληπιόδ.) 2. (για βλέμμα) α) κακός, φθονερός… … Dictionary of Greek
παραβάλλω — ΝΜΑ παραθέτω για σύγκριση, συγκρίνω, παραλληλίζω (α. «δεν μπορώ να παραβάλω την εργασία τους, γιατί είναι και τών δύο άριστη» β. «παραβαλόντες οὖν παρ ἀλλήλους σκεψώμεθα», Πλάτ.) μσν. αρχ. προσφέρω κάτι σε κάποιον ως δόλωμα για να τόν προσελκύσω… … Dictionary of Greek
παραβλέπω — ΝΜΑ παρορώ, αφήνω κάτι απαρατήρητο, προσπερνώ χωρίς να δω, χωρίς να προσέξω νεοελλ. 1. παραμελώ με τη θέληση μου, αδιαφορώ 2. προσποιούμαι ότι δεν βλέπω ή δεν καταλαβαίνω, ανέχομαι να γίνεται κάτι, φαίνομαι επιεικής 2. βλέπω πολύ καλά, έχω άριστη … Dictionary of Greek
παρακαμμύω — Μ (αντί παρακαταμύω) βλέπω με την άκρη τού ματιού μου, λοξοκοιτάζω («μυωπιζόμενος μυωπάζων, παρακαμμύων», Φώτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + καμμύω* «κλείνω τα μάτια»] … Dictionary of Greek